χρώμασιν

χρώμασιν
χρώ̱μασιν , χρῶμα
skin
neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • вапъ — ВАП|Ъ (25), А с. Краска: и како ре(ч). ц(с)рю скорѣѥ ст҃ць противоу приведе. чс҃тьнъ вамъ кр҃стъ и тѣми въѡбражаѥмъ и тъ. и кованиѥмь и вапы пишемы. ЖФСт XII, 110 об.; тъгда творѩахоу бы наричающе. и вапы пишюще. (διὰ... χρωμάτων) КЕ XII, 249б;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επανθίζω — (Α ἐπανθίζω) στολίζω με άνθη, ανθοστολίζω, δίνω ανθηρό χρώμα, πλουμίζω, στολίζω, διανθίζω («χρώμασιν ἐπηνθισμένον τὸν βασιλέα», Διόδ.) αρχ. ποικίλλω («ἰὼ πολλοῑς ἐπανθίσαντες πόνοισι γενεάν», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • ξυλώδης — ες (ΑΜ ξυλώδης, ῶδες) [ξύλον] αυτός που μοιάζει με ξύλο, ξυλοειδής, σκληρός και τραχύς σαν ξύλο («ἐγένοντο διὰ τὸν πάγον σκληραὶ καὶ ξυλώδεις αἱ χλαμύδες», Πλούτ.) νεοελλ. 1. γεμάτος ξύλα, πλούσιος σε ξύλα 2.φρ. «ξυλώδες φυτό» το φυτό που έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”